- χρεωστούμενα
- χρεωστέωto be in debtpres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρεωστουμένας — χρεωστουμένᾱς , χρεωστέω to be in debt pres part mp fem acc pl (attic epic doric) χρεωστουμένᾱς , χρεωστέω to be in debt pres part mp fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρωστάω — / χρωστώ βλ. πίν. 58 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: χρωστάω : από την παθητική φωνή έχει επιβιώσει η μτχ. ενεστώτα (τα χρεωστούμενα) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής